phalangisation
Regardez d'autres dictionnaires:
phalange — [ falɑ̃ʒ ] n. f. • 1213; lat. phalanx, phalangis, mot gr. (aux sens I et II) I ♦ 1 ♦ Hist. Formation de combat dans l armée grecque. « Au milieu se hérissait la phalange [...] cette horrible masse quadrangulaire remuait d une seule pièce,… … Encyclopédie Universelle
φαλαγγοποίηση — η, Ν ιατρ. διατομή τών συνδέσμων, μεταξύ τού πρώτου και τού δεύτερου μετακαρπίου τού χεριού, για αποκατάσταση τής συλληπτήριας λειτουργίας σε περίπτωση ολικής απώλειας τού αντίχειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. phalangisation (du… … Dictionary of Greek